-
1 обработка
1. тех. η επεξεργασία, η κατεργασία - воды - του ύδατος- на станке - στο μηχάνημα (π.χ. στον τόρνο)- της τελειοποίησης, η τελική κατεργασίαчерновая - προκαταρκτική -, τοξεχόνδρισμαчистовая - см. финишная -2. (земли) ηκαλλιέργεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обработка
-
2 ванна
1. (сосуд, аппарат) η δεξαμενήη λεκάνη(для купанья) η μπανιέραбланшировочная пищ. - κατεργασίας λαχανικών με ζεστό νερό/ατμόзакрепляющая кфт. - στερέωσηςкрасильная - βαφής/χρωματισμούполоскательная текст. - ξεπλύματος2. (процесс мытья или купанья) το μπάνιοτο λούσιμο3. (лечение) τα λουτράη λουτροθεραπείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ванна
-
3 золение
(шкур) η τοποθέτηση σε ασβέστιο (των δερμάτων/τομαριών ζώων)-ить кож. τοποθετώ σε ασβέστιο (τα δέρματα/τομάρια ζώων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > золение